- κυλισμός
- κυλισμός, ὁ (AM) [κυλίνδω]κύλιση, κύλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυλισμός — rolling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλισμοῖς — κυλισμός rolling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλισμῷ — κυλισμός rolling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλισμόν — κυλισμός rolling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματοκύλισμα — το και κυλισμός, ο [αιματοκυλίζω] αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
ροϊσμός — ὁ, Α [ροΐζω] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν ἵππων κυλισμός» … Dictionary of Greek